-
1 στρατεία
στρατεία, ἡ, ion. στρατηΐη, Heereszug; Aesch. Ag. 589 Eum. 601, εἰς στρατείαν πάντας Ἀργείους ἄγων, Eur. Suppl 229, στρατεία διαλυϑεῖσα, I. A. 495; oft bei Her., στρατηΐην ποιεῖσϑαι = στρατεύεσϑαι. Auch στρατείαν ἄγειν, Isocr. 4, 88; ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῄεσαν, Thuc. 1, 15; τὴν ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρασκευάζειν, 4, 74; στρατείαν ὁρμᾶν, Xen. Cyr. 8, 6, 20; οἴκοι τε καὶ ἐπὶ στρατείας, domi militiaeque, Plat. Phaedr. 260 b, ἐπὶ στρατείας εἶναι, Rep. V, 468 b, ἐν στρατείᾳ εἶναι, Xen. Cyr. 5, 2, 19; στρατείαν ἐξελϑών, Aesch. 2, 168. – Auch τὰς κατὰ πόλεμ ον καὶ στρατείας ἀποδημίας, Plat. Legg. XII, 950, d; στρατείας ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ ἐστρατευμένος, Dem. 21, 95, die erforderliche Anzahl von Feldzügen mitgemacht habend.
-
2 ἐπειδάν
ἐπειδάν (d. i. ἐπειδὴ ἄν), nachdem, wann, etwas noch Unentschiedenes, aber für das folgende Hauptverbum als wirklich Angenommenes ausdrückend, auch wohl die Allgemeinheit od. eine wiederholte Handlung in der Gegenwart ausdrückend: jedesmal dann, wann; Hom. ταρβεῖ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐςίζηται λόχον ἀνδρῶν, sobald als, Il. 13, 285; gew. bei folgendem fut. mit dem conj. aor. als fut. exact. zu fassen, ἐπειδὰν διαπράξωμαι ἥξω, wann, sobald ich es ausgerichtet haben werde, Xen. An. 2, 3, 29; ἐπειδὰν αὐτοὶ κτάνωσιν – τίς ἂν πόροι Aesch. Spt. 716; ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσϑαι, τότε σοι διαλεξόμεϑα Plat. Prot. 335 b; ἐπειδὰν ϑᾶττον συνιῇ τις τὰ λεγόμενα, sobald als er versteht, 325 c; ἐπειδὰν μὲν – ὅταν δέ 319 b. – Auch in indirecter Rede, εἶπε δέ, ὅτι, ἐπειδὰν τάχιστα ἡ στρατεία λήξῃ, εὐϑὺς ἀποπέμψει αὐτόν Xen. An. 3, 1, 9; in welchem Falle Dem. 30, 6 der opt. steht, δίκην με λήψεσϑαι, ἐπειδὰν τάχιστα ἀνἡρ εἶναι δοκιμασϑείην, für ἐπειδή, bei Xen. Cyr. 1, 3, 18, ὅπως οὖν μὴ ἀπολῇ μαστιγούμενος, ἐπειδὰν οἴκοι εἴης, ist wohl der conj. mit Schneider vorzuziehen. Incorrect von der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, ἐπειδὰν ἴδοιμι τὴν γραῦν – ἄρτον ἤσϑιον Luc. Amor. 21; doch haben auch sonst Sp. den opt. für den conj.
См. также в других словарях:
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Σίνδος — I Πεδινός οικισμός (5.949 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Θεσσαλονίκης του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Γαλλικού και σε απόσταση 10 χλμ. βορειοδυτικά της θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (47 τ. χλμ., 5.949 … Dictionary of Greek